- ανεκτικός
- -ή, -όαυτός που ανέχεται, καρτερικός: Ήταν πάντα άνθρωπος ανεκτικός, γι' αυτό και τον συμπαθούσαν όλοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνεκτικός — enduring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεκτικός — ή, ό (Α ἀνεκτικός, ή, όν) [ανέχω] ο ικανός να ανέχεται, εκείνος που δείχνει ανοχή, υπομονητικός … Dictionary of Greek
ἀνεκτικόν — ἀνεκτικός enduring masc acc sg ἀνεκτικός enduring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκτικούς — ἀνεκτικός enduring masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκτικήν — ἀνεκτικός enduring fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκτικῶς — ἀνεκτικός enduring adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεκτικότητα — η το να είναι κανείς ανεκτικός, καρτερικότητα, ανοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Μιλτιάδη Χουρμούζη] … Dictionary of Greek
ανεξικακία — η (AM ἀνεξικακία) το να είναι κανείς ανεκτικός προς τους κακούς, αμνησικακία, πραότητα, μακροθυμία αρχ. υπομονή, καρτερία … Dictionary of Greek
ασυνέριστος — και ασυνόριστος, η, ο [συνερίζομαι] 1. εκείνος τον οποίο δεν συνερίζεται κάποιος, δεν τον παίρνει δηλαδή στα σοβαρά 2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει να συνερίζεται κανείς, ακόμη και αν προκαλείται («ο γέρος είναι ασυνέριστος») 3. μαλακός, ανεκτικός … Dictionary of Greek
καλοστόμαχος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό στομάχι, που χωνεύει καλά ό,τι και αν φάει 2. (για τροφές και ποτά) εύπεπτος, καλοχώνευτος, ευκολοχώνευτος, ελαφρός 3. μτφ. ανεκτικός, συγκαταβατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στόμαχος / στομάχι] … Dictionary of Greek